equip$25685$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

equip$25685$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Equip (disambiguation)

equip      
v. εφοδιάζω, εξοπλίζω

Ορισμός

equip
¦ verb (equips, equipping, equipped)
1. supply with the items needed for a particular purpose.
2. prepare (someone) mentally for a situation or task.
Derivatives
equipper noun
Origin
C16: from Fr. equiper, prob. from ON skipa 'to man a ship', from skip 'ship'.

Βικιπαίδεια

Equip

The word equip can refer to:

  • to equip, to have equipment, ie. tools
  • Equip (gaming) in videogames
  • EQUIP, an international ministry.
  • EquipFM 91.7 MHz WEQP, Rustburg, Virginia, USA; a radio station
  • WORK Equip, a model of wheels manufactured by Work Co., Ltd.
  • Train-and-equip program, a type of foreign military aid program